- μυογράφημα
- και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση τής συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφημα / γράμμα < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.